- ὑπασπίδιος
- ὑπασπίδιοςcovered with a shieldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπασπίδιος — ον, Α 1. καλυμμένος με ασπίδα («ὑπασπίδιον πολεμιστήν», Άσι.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπὸ τὴν ἀσπίδα τιθεὶς τοὺς πόδας καὶ οὕτως προβαίνων» 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπασπίδια κάτω από ασπίδα 4. φρ. «ὑπασπίδιον κοῑτον ἰαύω» κοιμάμαι ένοπλος… … Dictionary of Greek
ὑπασπίδιον — ὑπασπίδιος covered with a shield masc/fem acc sg ὑπασπίδιος covered with a shield neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπασπίδια — ὑπασπίδιος covered with a shield neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)